ἠθοποιίας

ἠθοποιίας
ἠθοποιίᾱς , ἠθοποιία
formation of character
fem acc pl
ἠθοποιίᾱς , ἠθοποιία
formation of character
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ντεβριέν — (Devrient). Οικογένεια Γερμανών ηθοποιών, τα σημαντικότερα μέλη της οποίας ήταν οι εξής: 1. Έμιλ (Emil, Βερολίνο 1803 – Δρέσδη 1872). Υπήρξε λεπτότατος ερμηνευτής των κλασικών και των ρομαντικών. Το 1852 έγινε διευθυντής του οργανισμού που για… …   Dictionary of Greek

  • CINAEDOLOGIA — species erat Mimicae Veterum Poeseos. in qua Cynaedorum mores exprimebantur ac repraesentabantur: continebat enim, ut Suidas habet, μίμησιν ἀγωγῆς τῆς παρὰτοῖς κιναίδοις διαλέκτων καὶ τῆς ἠθοποιίας. Et quidem Sotadem primum auspicatum esse τὸ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Αρώνη, Μαίρη — (Αθήνα 1916 – 1992).Ηθοποιός του θεάτρου. Κόρη του καθηγητή της Μεγάλης του Γένους Σχολής Λέανδρου Αρβανιτάκη και σύζυγος του Θεόδωρου Αρώνη. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου Αθηνών και υπήρξε μαθήτρια του Φώτου Πολίτη.… …   Dictionary of Greek

  • αυτοσχεδιασμός — Η ικανότητα να πραγματοποιεί κανείς κάτι χωρίς προπαρασκευή συχνά κάτω από την πίεση αντικειμενικής ανάγκης, ακολουθώντας την έμπνευση της στιγμής. Ιδιαίτερα ο όρος χρησιμοποιείται στη μουσική, στον χορό και στο θέατρο για την εκτέλεση σύνθεσης,… …   Dictionary of Greek

  • Βουγιουκλάκη, Αλίκη — (1933 – Αθήνα 1996). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Κυριάρχησε στον ελληνικό κινηματογράφο από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 έως τον θάνατό της και έλαβε τον τίτλο της εθνικής σταρ. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου …   Dictionary of Greek

  • Γκέινορ, Τζάνετ — (Janet Gaynor, Φιλαδέλφεια 1906 – Καλιφόρνια 1984). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού του κινηματογράφου Λόρα Γκέινορ. Η μικροκαμωμένη ηθοποιός που ξεκίνησε με ασήμαντους ρόλους στα χρόνια του βωβού κινηματογράφου, κέρδισε βραβείο… …   Dictionary of Greek

  • Γκιτρί, Λισιέν — (Lucien Guitry, Παρίσι 1860 – 1925). Γάλλος ηθοποιός και θεατρικός συγγραφέας. Έπειτα από μία θριαμβευτική σταδιοδρομία (συχνά σε συνεργασία με τη Σάρα Μπερνάρ και τη Ρεζάν), διακρίθηκε κυρίως ως διευθυντής του Théâtre de la Renaissance (1902 10) …   Dictionary of Greek

  • Γουόκεν, Κρίστοφερ — (Christopher Walken, Νέα Υόρκη 1943 –). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και, πριν γίνει γνωστός από το μουσικό θέατρο, μεταπήδησε στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Χάρη στα γαλανά μάτια του… …   Dictionary of Greek

  • Ζουβέ, Λουί — (Louis Jouvet, Κροζόν, Φινιστέρ 1887 – Παρίσι 1951). Γάλλος ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, σκηνοθέτης, σκηνογράφος και διευθυντής θεάτρου. Αφετηρία της θεατρικής του σταδιοδρομίας (1906 50) υπήρξε η ομάδα Action d’ Art. Το 1913 πήρε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”